Η θεωρία της εξέλιξης, την οποία περιέγραψαν λεπτομερώς ο Δαρβίνος και ο Γουάλας το 1859 στο βιβλίο «On the origin of species», ενσωματώνει δυο θεμελιώδεις έννοιες, οι οποίες χωρίς υπερβολή αποτελούν παγκόσμιες σταθερές: την επιβίωση (το γιατί) και την προσαρμοστικότητα (το πώς). Οι μηχανισμοί με τους οποίους επιτυγχάνεται η προσαρμογή είναι διάφοροι, αλλά όλοι έχουν να κάνουν με τα γονίδια. Οι πεταλούδες αλλάζουν χρώμα για να μην γίνονται ορατές από τα πουλιά-θηρευτές, τα αρσενικά παγώνια έχουν πλέον λαμπερές, χρωματιστές ουρές για να προσελκύουν τα θηλυκά, τα μικρόβια αναπτύσσουν ένζυμα για να εξουδετερώνουν τα αντιβιοτικά, διεθνώς οι φαρμακοποιοί αναπτύσσουν κλινική δραστηριότητα για να παραμείνουν ενεργοί εντός της υγειονομικής φροντίδας.
Επειδή δεν είμαι βιολόγος, θα ασχοληθώ με το είδος μου. Όλοι ξέρουμε τις φάσεις από τις οποίες πέρασε η Φαρμακευτική, όντας συνυφασμένη με την Ιατρική κατά το μεγαλύτερο μέρος της αρχαιότητας, αποκτώντας ξεχωριστή υπόσταση στις αρχές του 19ου αιώνα με την ίδρυση της πρώτης φαρμακευτικής σχολής στις ΗΠΑ, το 1821 (Philadelphia College of Pharmacy). Βασική δραστηριότητα της φαρμακευτικής πρακτικής μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν η παρασκευή και διάθεση των φαρμάκων. Με τη βιομηχανική έκρηξη και τη μαζική παραγωγή φαρμακομορφών τη δεκαετία του ’60, ο φαρμακοποιός-compounder έγινε το είδος προς εξαφάνιση και η φαρμακευτική πρακτική χαρακτηριζόταν κυρίως από τη διάθεση του «βιομηχανοποιημένου» προϊόντος. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, λόγω της αύξησης πλέον των χρησιμοποιούμενων φαρμάκων και της πολυπλοκότητας της φαρμακευτικής αγωγής, στην Αμερική άρχισε να αναπτύσσεται ένας νέος φαινότυπος φαρμακοποιού: Αυτός που συμμετέχει σε επισκέψεις σε νοσοκομειακές πτέρυγες και συμβάλλει στην αξιολόγηση της φαρμακευτικής αγωγής, πρακτική που επιστεγάστηκε με τον ορισμό της Φαρμακευτικής Φροντίδας από τους Hepler and Strand το 1990. Εξέλιξη στην πράξη: Οι περιβαλλοντικές συνθήκες άλλαξαν και το αντικείμενο της πρακτικής προσαρμόστηκε στις νέες απαιτήσεις – αλλά και ευκαιρίες – ώστε το είδος να επιβιώσει και να μην καταστεί απαρχαιωμένο και άσχετο με τις τρέχουσες ανάγκες. Στις σημερινές συνθήκες του 2019, όπου ο συνδυασμός της γήρανσης του πληθυσμού, της επιβίωσης με χρόνιες νόσους, των περιορισμένων πόρων και της αυτοματοποίησης δημιουργεί ένα προκλητικό περιβάλλον, το είδος του φαρμακοποιού βρίσκεται υπό εξαιρετική πίεση, με τις εξελικτικές διεξόδους να τον οδηγούν σε ακόμα πιο προωθημένους ρόλους (π.χ. συνταγογράφου, consultant) και να εξαπλώνεται σαν ανθεκτικό μικρόβιο σε όλα τα επίπεδα φροντίδας (π.χ. κλινικοί φαρμακοποιοί σε ιατρεία γενικών γιατρών στην Αγγλία).
Ωραία η ιστορία, αλλά το επίπονο κομμάτι όταν κάποιος μαθαίνει Ιστορία είναι το διάβασμα ανάμεσα στις γραμμές, η ανάλυση των αιτίων δηλαδή, ο ρόλος των προσώπων και οι στρατηγικές που οδήγησαν στα ιστορικά αποτελέσματα. Οι παραπάνω μεταβάσεις της φαρμακευτικής πρακτικής δεν ήταν ομαλές, ούτε χωρίς κόστος. Άλλωστε, αυτό ισχύει και στη φύση – η επικράτηση ενός εξελικτικά συμφέροντος χαρακτηριστικού σημαίνει ότι οι ατυχήσαντες γονιδιακά οργανισμοί δε θα επιβιώσουν. Εν προκειμένω, υπήρξαν φαρμακοποιοί που είτε δεν μπόρεσαν, γιατί δεν είχαν τους πόρους (υλικούς και/ ή άυλους) είτε δεν ήθελαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες λόγω κοντόφθαλμηςλογικής. Οι περίοδοι μετάβασης χαρακτηρίστηκαν και χαρακτηρίζονται από διενέξεις μεταξύ παραδοσιακών και νεωτεριστών: Το πιο εύκολο και άμεσα διαθέσιμο παράδειγμα είναι ο δημόσιος* διάλογος του κλάδου αυτή τη στιγμή στη Μ. Βρετανία, όπου ήδη προωθείται η ενσωμάτωση των φαρμακοποιών στην πρωτοβάθμια φροντίδα, η οποία συνοδεύεται όμως από περικοπές στο κέρδος των κοινοτικών φαρμακείων και προτάσεις για αλλαγή του συστήματος dispensing (δημιουργία κεντρικών dispensing hubs, που πρακτικά θα αφαιρέσει μια βασική δουλειά και έσοδο πολλών κοινοτικών φαρμακοποιών). Εν ολίγοις, οι αλλαγές σπάνια είναι ομαλές και συναντούν αντίδραση ακόμα και στα πιο προοδευτικά περιβάλλοντα.
Βασικό ερώτημα σε όλη αυτή την πορεία είναι το εξής: Ποιος εξυπηρετεί ως «γονίδιο» του είδους των φαρμακοποιών; Ποιοι είναι αυτοί με άλλα λόγια που οδηγούν τη φαινοτυπική αλλαγή της φαρμακευτικής πρακτικής; Σε πρόσφατο άτυπο δημοψήφισμα μεταξύ συναδέλφων για το ποιο είναι το κυριότερο θέμα του κλάδου που θα ωθούσε το επάγγελμα προς τη σωστή κατεύθυνση, η δημοφιλέστερη απάντηση ήταν το ακατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο. Είναι μια έγκυρη οπτική, απλά δεν είναι το πρώτο πλακίδιο του ντόμινο από όπου θα ξεκινήσει η μαγεία. Γιατί αυτό το νομοθετικό πλαίσιο οφείλει κάποιος να το διεκδικήσει. Φυσικά το κράτος οφείλει να διαθέτει πολιτική υγείας, αλλά μέσα σε αυτή την πολιτική ασκούνται πιέσεις, γίνεται lobbying και προωθούνται τα συμφέροντα του «ικανότερου» παίκτη. Αυτή που θα κάνει τα παραπάνω και θα δημιουργήσει το έδαφος για την εξέλιξη των φαρμακοποιών είναι η ηγεσία.
Η διοίκηση είναι αυτή που με βάση τα δεδομένα της εποχής, την πραγματικότητα και το μελλοντικό ορίζοντα θα διαμορφώσει τη στρατηγική, θα χτίσει την κουλτούρα και θα διεκδικήσει τις παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν κατά το δυνατό την επιβίωση της επαγγελματικής υπόστασης των φαρμακοποιών. Αυτή είναι που θα εκφράσει το όραμα και την αποστολή του κλάδου, θα ορίσει τα πρότυπα πρακτικής, θα διαμορφώσει τις αξίες και τις πεποιθήσεις του και θα λάβει αποφάσεις σε σχέση με τις ανάγκες εκπαίδευσης, υποστήριξης και ελέγχου των φαρμακοποιών.
Ας ορίσουμε όμως καλύτερα αυτή την ηγεσία. Είναι πραγματικότητα διεθνώς ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των φαρμακοποιών απασχολείται σε φαρμακεία της κοινότητας, ασχέτως νομοθετικού πλαισίου ιδιοκτησίας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό και ατύπως στη συνείδηση του κοινού και εντός του κλάδου η διοίκηση ισοδυναμεί με το συνδικαλιστικό και επιστημονικό όργανο των κοινοτικών φαρμακοποιών. Στις σημερινές συνθήκες, δε μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς αν αυτή η «παραδοσιακή ηγεσία» θα γινόταν καλύτερη και πιο αποτελεσματική αν δεν ήταν τόσο απομονωμένη από τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους και ασκούμενους στο χώρο. Οι τεχνικές ιδιαιτερότητες (δηλ. πρακτική) στο εκάστοτε περιβάλλον – φαρμακείο, νοσοκομείο, βιομηχανία, πανεπιστημιακό εργαστήριο – δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο κλάδος είναι ένας και σίγουρα δεν πρέπει να δημιουργούν στεγανά (silos) επικοινωνίας, που περιορίζουν τη μεταφορά γνώσης και ενισχύουν τις προκαταλήψεις.
Οι δύσκολοι καιροί απαιτούν και ρωμαλέες λύσεις, αν και δεν είναι εξαιρετικά τολμηρή η σκέψη ενός νέου μοντέλου διοίκησης στον κλάδο, μιας και αυτό ισχύει σε πολλές άλλες χώρες (το General Pharmaceutical Council και η Royal Pharmaceutical Society ρυθμίζουν και εκπροσωπούν, αντιστοίχως, όλους τους φαρμακοποιούς ανεξαρτήτως τομέα).
Με άλλα λόγια, μια ενιαία, πολυ-διεπιστημονική, ισχυρή ηγεσία που θα περιλαμβάνει ανθρώπους από όλους τους τομείς – κοινοτικούς, νοσοκομειακούς, πανεπιστημιακούς – και θα συνδυάσει ικανότητες και εμπειρία από όλη την αλυσίδα του φαρμάκου, θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα για τη διαμόρφωση της στρατηγικής επιβίωσης του κλάδου. Κατακερματισμένες φωνές, ανεκμετάλλευτοι πόροι – υπάρχουν πολλοί, ειδικά σε ανθρώπινο δυναμικό – και έλλειψη σαφούς μακροπρόθεσμου στόχου θα προκαλέσουν περισσότερες απώλειες από όσες πρέπει στον αγώνα της επιβίωσης και της εξέλιξης.
Αλλάζοντας επομένως τη δομή του γονιδίου/ηγεσίας, πιθανώς να καταφέρουμε και την εξελικτικά θετική προσαρμογή του κλάδου στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν (και θα συνεχίσουν να διαμορφώνονται) στο υγειονομικό σύστημα. Έστω και άτυπα, το πρώτο βήμα ας είναι η συναίνεση και η κατάργηση των εμποδίων επικοινωνίας εντός του κλάδου. 1/n
*Για όποιον θέλει να ενημερωθεί περαιτέρω, η δημόσια συζήτηση στο UK εξελίσσεται κυρίως στο Twitter. Μέσω του λογαριασμού του Chief Pharmaceutical Officer, Keith Ridge θα οδηγηθείτε σε άλλους λογαριασμούς φαρμακοποιών με δημόσια παρουσία.