Σακχαρώδης Διαβήτης – Πεδίο δράσης του Κλινικού Φαρμακοποιού

Κάποιες φορές στα άρθρα μας, ακολουθείτε συνδέσμους που σας οδηγούν σε ιστοσελίδες που δεν μας ανήκουν. Οι σύνδεσμοι αυτοί επισημαίνονται με ένα βέλος στα δεξιά του συνδέσμου.
Παρότι καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να περιλαμβάνουμε στο περιεχόμενό μας μόνο συνδέσμους που οδηγούν σε ιστοσελίδες υψηλής ποιότητας, δεν έχουμε καμία ευθύνη για το περιεχόμενο ή τη διαθεσιμότητα ιστοσελίδων που ανήκουν σε τρίτους.
Επιπλέον, έχετε υπόψη σας ότι οι πολιτικές ασφάλειας και ιδιωτικότητας σε αυτές τις ιστοσελίδες πιθανόν να είναι διαφορετικές από αυτές του Κλινικού Φαρμακοποιού, συνεπώς φροντίστε να τις διαβάσετε προσεκτικά.
Για ερωτήματα και ανησυχίες σχετικά με το περιεχόμενο των συνδεδεμένων ιστοσελίδων, παρακαλούμε να απευθύνεστε στους διαχειριστές αυτών.

Σαν επιστήμονας υγείας, η πληροφόρηση για το τι προκαλεί το σακχαρώδη διαβήτη, για την παθοφυσιολογία και τις επιπλοκές και για την αντιμετώπισή του ξεκίνησε από πολύ νωρίς.  Όταν, όμως, εκλήθην να αντιμετωπίσω τη νόσο εντός του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, διαπίστωσα την καθημερινότητα του διαβητικού εκ των έσω.

Οι περισσότεροι διαβητικοί ασθενείς παρακολουθούνται από ένα γιατρό ειδικότητας – παθολόγο ή ενδοκρινολόγο -, ωστόσο, ο περιορισμένος χρόνος που μπορεί να διαθέσει αυτός στον κάθε ασθενή, καθώς και η «κλινική αδράνεια» (η καθυστέρηση στην έναρξη της αγωγής και στην επίτασή της)[1] δυσκολεύουν την επίτευξη του στόχου της θεραπείας, τη μείωση δηλαδή των τιμών της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) τουλάχιστον στο 6,5% και τον έλεγχο της αρτηριακής  πίεσης και των λιπιδίων του αίματος[2]Το κενό στην παροχή φροντίδας είναι αρκετά μεγάλο, αλλά αποτελεί και πρόσφορο έδαφος για παρέμβαση άλλων ειδικοτήτων. Η επιτυχής φροντίδα για τις ιατρικές, αλλά και τις ψυχοκοινωνικές ανάγκες του αυξανόμενου αριθμού διαβητικών απαιτεί μια νέα προσέγγιση που βασίζεται στη συνεργασία των επιστημόνων υγείας, κυρίως του θεράποντος ιατρού και του κλινικού φαρμακοποιού.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, εκτιμάται ότι το 8%-9% του πληθυσμού (800-900.000) πάσχει από διαβήτη, ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό 3%- 4% που δε γνωρίζει ότι πάσχει από τη νόσο[3]. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ΠΟΥ υπολογίζει ότι το 2030 η νόσος θα είναι η 7η αιτία θανάτου με πάνω από 500 εκατομμύρια πάσχοντες[4].

Μεγάλες κλινικές μελέτες στο παρελθόν, όπως η Diabetes Control and Complication Trial (DCCT)[5] κατέδειξαν ότι ο καλός έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης, της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερόλης μειώνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και την πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών του διαβήτη.

Πώς, όμως μπορεί να επιτευχθεί σωστό follow-up, δεδομένου του φόρτου εργασίας του ιατρού, της έλλειψης χρόνου και των σποραδικών επισκέψεων του ασθενούς στο ιατρείο; Η αποδοχή και η συμμόρφωση του διαβητικού στις διατροφικές οδηγίες και τη φαρμακοθεραπεία προϋποθέτουν την ολοκληρωμένη πληροφόρησή του και την παρακολούθησή του σε τακτά χρονικά διαστήματα για αξιολόγηση της πορείας του. Λόγω του αυξανόμενου επιπολασμού της νόσου, τα εμπόδια στην εύκολη πρόσβαση στην επιστημονική συμβουλή πρέπει να αρθούν με τη συμβολή κι άλλων επιστημονικών κλάδων στη διαχείριση του διαβήτη. Ο φαρμακοποιός, ως ο πιο εύκολα προσβάσιμος επαγγελματίας υγείας, αποκτώντας την κατάλληλη εξειδίκευση, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο με τη συμβουλευτική και τη διαχείριση της φαρμακευτικής αγωγής. Οι προτάσεις του προς το θεράποντα ιατρό και οι άμεσες απαντήσεις στις απορίες του ασθενούς μπορούν να προλάβουν δυσάρεστες επιπλοκές και να εξοικονομήσουν πόρους για το σύστημα υγείας[6].

Μια σειρά μελετών έδειξαν ότι η παρέμβαση του κλινικού φαρμακοποιού στη φαρμακοθεραπεία διαβητικών ατόμων έχει ως αποτέλεσμα την επίτευξη καλύτερων τιμών HbA1c[7]. Ειδικά στις περιπτώσεις που ο φαρμακοποιός έχει και δικαίωμα συνταγογράφησης, η ρύθμιση της φαρμακευτικής αγωγής προς αποφυγήν ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως π.χ. η υπογλυκαιμία, εξασφαλίζει ακόμα καλύτερα αποτελέσματα[8]. Ο αριθμός των μελετών που αποδεικνύουν το όφελος από αυτήν την παρέμβαση είναι τόσο μεγάλος που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι λόγω της πολυπλοκότητας της νόσου, ο φαρμακοποιός θα πρέπει να έχει το θεωρητικό υπόβαθρο και την εμπειρία για να αντεπεξέλθει στις ιδιαιτερότητες του κάθε περιστατικού και να είναι σε θέση να εξατομικεύσει το θεραπευτικό σχήμα. Με άλλα λόγια, ο φαρμακοποιός πρέπει να μπορεί να υποστηρίξει τον “κανόνα των επτά αστέρων”, έναν κανόνα που δόθηκε από την ΠΟΥ και που θεωρεί το φαρμακοποιό ταυτόχρονα πάροχο φροντίδας, πάροχο πληροφορίας, λήπτη αποφάσεων, εκπαιδευτικό, δια βίου μαθητευόμενο, ηγέτη και manager[9].

Ο διαβητικός ασθενής, επομένως, θα μπορούσε να βρει στο πρόσωπο του κλινικού φαρμακοποιού έναν ακόμα σύμμαχο – μαζί με το γιατρό – στον αγώνα  να ελέγξει τη χρόνια νόσο του. Η ιδέα του να αναλαμβάνει συγκεκριμένα περιστατικά ένας φαρμακοποιός για παρακολούθηση και εκτίμηση της πορείας τους σε συνεργασία με το θεράποντα ιατρό θα ήταν προς το συμφέρον όλων των εμπλεκόμενων. Ήδη, τέτοιες προτάσεις έχουν εφαρμοστεί σε κάποια έκταση στις ΗΠΑ με την παρακολούθηση ασθενών από φαρμακοποιούς, όταν οι πρώτοι επιστρέφουν στο σπίτι ύστερα από νοσηλεία στο νοσοκομείο [10], με τα αποτελέσματα να είναι πάλι υπέρ τηςπαρέμβασης του κλινικού φαρμακοποιού. Τα κενά στην φαρμακευτική φροντίδα, τουλάχιστον των διαβητικών, είναι υπαρκτά. Είναι στο χέρι του φαρμακοποιού να τα εκμεταλλευτεί, αποκτώντας εξειδικευμένη γνώση ώστε να αναβαθμίσει το ρόλο του στην αλυσίδα υγείας, με απώτερο σκοπό, πάντα, την ολοκληρωμένη υποστήριξη του ασθενούς.

Μοιραστείτε τη γνώση!