«Ποιο φάρμακο να δώσω;» – Τα ΜΗΣΥΦΑ πίσω από τον πάγκο

Κάποιες φορές στα άρθρα μας, ακολουθείτε συνδέσμους που σας οδηγούν σε ιστοσελίδες που δεν μας ανήκουν. Οι σύνδεσμοι αυτοί επισημαίνονται με ένα βέλος στα δεξιά του συνδέσμου.
Παρότι καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να περιλαμβάνουμε στο περιεχόμενό μας μόνο συνδέσμους που οδηγούν σε ιστοσελίδες υψηλής ποιότητας, δεν έχουμε καμία ευθύνη για το περιεχόμενο ή τη διαθεσιμότητα ιστοσελίδων που ανήκουν σε τρίτους.
Επιπλέον, έχετε υπόψη σας ότι οι πολιτικές ασφάλειας και ιδιωτικότητας σε αυτές τις ιστοσελίδες πιθανόν να είναι διαφορετικές από αυτές του Κλινικού Φαρμακοποιού, συνεπώς φροντίστε να τις διαβάσετε προσεκτικά.
Για ερωτήματα και ανησυχίες σχετικά με το περιεχόμενο των συνδεδεμένων ιστοσελίδων, παρακαλούμε να απευθύνεστε στους διαχειριστές αυτών.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ.), ο κοινοτικός φαρμακοποιός είναι ο πλέον προσβάσιμος επαγγελματίας υγείας από το ευρύ κοινό1. Η διαπίστωση αυτή λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ελλάδα, αφού η χώρα μας διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς φαρμακοποιών ανά 100 χιλιάδες κατοίκους μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΑΣΑ, σύμφωνα με την τελευταία δημοσιευμένη έκθεση του Οργανισμού2. Επομένως, οποιαδήποτε συζήτηση περί πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (Π.Φ.Υ.), ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αυτοφροντίδας και της αυτοθεραπείας, όχι μόνο δεν μπορεί να παρακάμπτει το κοινοτικό φαρμακείο, αλλά υποχρεούται εξ ορισμού να το θέτει στο επίκεντρο.

Τι είναι, όμως, η αυτοφροντίδα; Σίγουρα, όχι κάτι καινούριο· ως έννοια, ενυπάρχει σε όλες τις πτυχές της ζωής μας και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την υγεία μας. Ορίζεται ως το σύνολο των ενεργειών που κάνουμε για να βελτιστοποιήσουμε την υγεία και την ευεξία μας, τόσο σε σωματικό επίπεδο όσο και σε πνευματικό. Περιλαμβάνει τόσο την πρόληψη και την αντιμετώπιση ήπιων παθήσεων, όσο και την διαχείριση σοβαρότερων ή/και χρόνιων νόσων. Η αυτοθεραπεία, ως υποσύνολο της αυτοφροντίδας, εμπεριέχει μοιραία την χρήση φαρμάκων, καθώς αυτά αναγνωρίζονται καθολικά ως η συχνότερη ιατρική παρέμβαση με σκοπό την αποκατάσταση της υγείας.

Τόσο η αυτοφροντίδα όσο και η αυτοθεραπεία έχουν αναγνωρισμένη αξία. Φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην αυτοθεραπεία εννοούμε, κατά βάση, την χρήση μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ). Η αυτοθεραπεία μέσω των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων ενδυναμώνει και παρακινεί το άτομο να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην διαχείριση μιας ήπιας νόσου, κάτι που οδηγεί τελικά σε εξοικονόμηση πόρων για το ασφαλιστικό σύστημα και τον ίδιο τον ασθενή. Αποφεύγονται οι περιττές επισκέψεις στον γιατρό, αποσυμφορούνται τα ήδη επιβαρυμένα ΤΕΠ των εφημερευόντων νοσοκομείων, μειώνεται η συνταγογράφηση περιττών φαρμάκων (π.χ., αντιβιοτικών), κ.α. Έχει υπολογιστεί ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια χώρα με ιδιαίτερα οργανωμένη ΠΦΥ, έως και το 40% του χρόνου των γενικών γιατρών αναλώνεται στην αντιμετώπιση περιστατικών που αφορούν ήπιες και αυτοπεριοριζόμενες παθήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπιστεί στα πλαίσια της αυτοφροντίδας.

Όμως, όπως άλλωστε τονίζει και η ΠΟΥ3, η αυτοθεραπεία με τη χρήση ΜΗΣΥΦΑ συνεπάγεται οφέλη μόνο όταν τηρούνται οι εξής βασικές προϋποθέσεις: α) όταν συνοδεύεται από αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με τη διαφήμιση των σκευασμάτων και β) όταν συνοδεύεται από την παροχή υψηλής ποιότητας και υπεύθυνη πληροφόρηση.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο τοποθετείται ο στρατηγικός ρόλος του κοινοτικού φαρμακοποιού.

Προκειμένου να θωρακίσει την προστιθέμενη αξία που προσδίδει στο σύστημα υγείας, και επομένως να αναδείξει τον ρόλο του ως αναπόσπαστου μέλους της ΠΦΥ, ο φαρμακοποιός του πάγκου οφείλει να προσαρμόσει την (φαινομενικά απλή) διαδικασία της διάθεσης μη-συνταγογραφούμενων φαρμάκων με τρόπο που να απομακρύνεται από την «πώληση», αλλά να προσθέτει ταυτόχρονα στοιχεία Κλινικής Φαρμακευτικής.

Αυτό προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός νέου, «ασθενοκεντρικού» τρόπου σκέψης. Άλλωστε, αυτό σημαίνει Κλινική Φαρμακευτική στην κυριολεξία: Φαρμακευτική «παρά τη κλίνη» του ασθενούς, θέτοντάς τον, δηλαδή, στο επίκεντρο. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση αλγορίθμων που αυτοματοποιούν τη διαδικασία συλλογής πληροφοριών και διευκολύνουν τον φαρμακοποιό στην αναγνώριση σημείων και συμπτωμάτων, στην εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης, και στην επιλογή κατάλληλου μη-συνταγογραφούμενου σκευάσματος ή ακόμα και κανενός σκευάσματος -κάτι που αποτελεί εξίσου πολύτιμη συνεισφορά στη δημόσια υγεία.

Τα βασικότερα σημεία ενός κλινικού αλγόριθμου για τον φαρμακοποιό του πάγκου που αντιμετωπίζει έναν ασθενή ο οποίος προσέρχεται να αγοράσει έναν μη-συνταγογραφούμενο φάρμακο, συνοψίζονται ως εξής:

  1. Ποιος ζητάει βοήθεια; Μπορεί να είναι είτε ο ίδιος ο ασθενής είτε κάποιος αντιπρόσωπός του.
  2. Αν είναι αντιπρόσωπος: Γιατί δεν προσέρχεται ο ίδιος ο ασθενής; Μπορεί η απουσία του να είναι σημάδι σοβαρότητας της κατάστασής του; Επίσης, πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε την δι’ αντιπροσώπου παρεχόμενη πληροφορία;
  3. Ο ασθενής: Ζητάει συγκεκριμένο φάρμακο, ή αόριστη βοήθεια;

α) Αν ζητάει βοήθεια: Ζητάμε να περιγράψει το πρόβλημά του με όσο περισσότερες λεπτομέρειες γίνεται. Κάνουμε ερωτήσεις ανοιχτού τύπου, ερωτήσεις, δηλαδή, που δεν μπορούν να απαντηθούν μονολεκτικά: «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;», «Ποιο είναι το πρόβλημα;». Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούμε κάθε διαθέσιμη πηγή πληροφορίας για να σχηματίσουμε άποψη. Αναρωτιόμαστε, «μοιάζει άρρωστος;»

β) Αν ζητάει συγκεκριμένο φάρμακο: Υπάρχουν δύο περιπτώσεις. Είτε είναι έμπειρος χρήστης του φαρμάκου, καθώς το παίρνει συχνά ή το έχει ξαναπάρει στο παρελθόν, είτε το παίρνει για πρώτη φορά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το κύριο μέλημα του φαρμακοποιού είναι ο ασθενής του να λάβει αποκλειστικά το πλέον κατάλληλο φάρμακο, αν υποθέσουμε ότι όντως χρειάζεται κάποιο, είναι σημαντικό να τεθούν ορισμένες ερωτήσεις. Έτσι, αν ο ασθενής ζητάει φάρμακο που δεν έχει ξαναπάρει ποτέ, τότε ρωτάμε αφενός πώς κατέληξε σ’ αυτό (διαφήμιση, σύσταση τρίτου), κι αφετέρου θέτουμε σε εφαρμογή τον κατάλληλο αλγόριθμο διερεύνησης συμπτωμάτων. Αν, όμως, έχει ξαναπάρει το φάρμακο, με δεδομένο ότι αυτοί οι ασθενείς είναι λιγότερο δεκτικοί στις ίδιες ερωτήσεις κάθε φορά, ελέγχουμε αν χρειάζεται κάποια επιπλέον πληροφορία και διασφαλίζουμε ότι δεν υπάρχει το ενδεχόμενο πρόκλησης προβλημάτων από τη συγχορήγηση με άλλα φάρμακα που πιθανόν λαμβάνει.

Αν θα θέλαμε να συνοψίσουμε τη διαδικασία αξιολόγησης του ασθενούς ώστε να λάβουμε την πλέον ενημερωμένη απόφαση ως προς τη χορήγηση ή μη κάποιου ΜΗΣΥΦΑ, μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής στοιχεία:

  • Ποιος είναι ο ασθενής και ποια είναι τα συμπτώματά του; Προσπαθούμε να εκμαιεύσουμε πληροφορίες σχετικά με τα συμπτώματα. Συχνά, οι ασθενείς προσέρχονται με μια διάγνωση που έχουν ήδη κάνει από μόνοι τους -την αγνοούμε, αλλά ακούμε προσεκτικά την περιγραφή του για να καταλήξουμε στο δικό μας συμπέρασμα.
  • Πόσον καιρό εμφανίζει τα συμπτώματα; Εξαιρετικά σημαντικό σημείο, εφόσον η διάρκεια των συμπτωμάτων συσχετίζεται ισχυρά με την σοβαρότητα της κατάστασης. Οι ήπιες παθήσεις είναι αυτοπεριοριζόμενες και η εικόνα τους καλυτερεύει μετά από λίγες ημέρες.
  • Τι έχει κάνει μέχρι στιγμής για αυτά; Καταγράφουμε αναλυτικά οτιδήποτε έχει δοκιμάσει ο ασθενής πριν έλθει στο φαρμακείο: φάρμακα (συνταγογραφούμενα ή μη, συμπληρώματα διατροφής, φυτοθεραπευτικά, κ.α.)
  • Παίρνει άλλα φάρμακα σε χρόνια βάση; Πολύ σημαντικό σημείο που μπορεί να κάνει τη διαφορά. Η σημασία του έγκειται τόσο στην ανίχνευση πιθανών αλληλεπιδράσεων, όσο και στον έλεγχο του ενδεχομένου το σύμπτωμα για το οποίο παραπονείται ο ασθενής να είναι στην πραγματικότητα ανεπιθύμητη ενέργεια κάποιου φαρμάκου που ήδη παίρνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο βήχας που προκαλείται από τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης.

Η πιθανότητα σοβαρής παθολογίας δεν πρέπει ποτέ να φεύγει από το μυαλό του υπεύθυνου φαρμακοποιού. Τα σημεία που υπονοούν κάτι τέτοιο και θα πρέπει να λαμβάνονται ως σήματα για παραπομπή σε ειδικό, είναι τα εξής:

  • Η μεγάλη διάρκεια συμπτωμάτων
  • Συμπτώματα που επαναλαμβάνονται ή χειροτερεύουν
  • Ο οξύς και σοβαρός πόνος
  • Η αποτυχία προηγούμενης και κατάλληλης αγωγής
  • Η υποψία ανεπιθύμητων ενεργειών φαρμάκων
  • Τα λεγόμενα συμπτώματα-κόκκινες σημαίες, πχ το αίμα στα πτύελα.

Η απόκτηση των παραπάνω δεξιοτήτων μέσω κατάλληλων εκπαιδευτικών διαδικασιών θα δώσει την δυνατότητα στον φαρμακοποιό του πάγκου να αναβαθμίσει ουσιαστικά τον ρόλο του μέσα στο οικοσύστημα υγείας της χώρας, και θα επιτρέψει την μέτρηση της επίδρασής του στις εκβάσεις των ασθενών, οι οποίες, με βάση τη διεθνή εμπειρία, βελτιώνονται σημαντικά.

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φαρμακευτικό Δελτίο», τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2016 (#731).

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

  1. The Role of the Pharmacist in the Health Care System: PART I: THE ROLE OF THE PHARMACIST IN THE HEALTH CARE SYSTEM: 4. The scope of pharmacy and the functions of pharmacists: 4.2 Community pharmacy [Internet]. Apps.who.int. 2016 [cited 20 December 2016]. Available from: http://apps.who.int/medicinedocs/en/d/Jh2995e/1.6.2.html
  2. OECD (2015). Pharmacists and pharmacies. Health at a Glance. 2015;:182-183.
  3. The Benefits And Risks Of Self-Medication [Internet]. Apps.who.int. 2016 [cited 20 December 2016]. Available from: http://apps.who.int/medicinedocs/en/d/Jh1462e/1.html

Μοιραστείτε τη γνώση!